κατακολουθώ — κατακολουθῶ, έω (AM) [κατακόλουθος] 1. ακολουθώ κάποιον καταπόδας, ακολουθώ από κοντά («ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν ὀπίσω σου», ΠΔ) 2. υπακούω («κατακολουθεῑν τοῑς προστάγμασιν αὐτοῡ», ΠΔ.) αρχ. 1. είμαι οπαδός κάποιου σπουδαίου ιστορικού ή… … Dictionary of Greek
ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… … Dictionary of Greek
κατακολουθία — κατακολουθία, ἡ (Α) [κατακολουθώ] η συμμόρφωση στις οδηγίες, η υπακοή στους κανονισμούς … Dictionary of Greek
συγκατακολουθώ — έω, Α [κατακολουθώ] ακολουθώ μαζί («κατοικία παλαιὰ τῶν Μενελάῳ συγκατακολουθησάντων αἰχμαλώτων Τρώων», Στράβ.) … Dictionary of Greek